- νηκερδής
- νηκερδής, -ές (Α)αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. α-κερδής, δυσ-κερδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηκερδής — without gain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκερδῆ — νηκερδής without gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νηκερδής without gain masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νηκερδής without gain masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκερδέα — νηκερδής without gain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νηκερδής without gain masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκερδές — νηκερδής without gain masc/fem voc sg νηκερδής without gain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek